ἀθερηίς

ἀθερηίς
ἀθερηίς, ίδος, ,
A prickly, Nic.Th.849.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθερηίς — ἀθερηίς ( ίδος), η (Α) [αθήρ] αυτή που έχει αθέρες, αγκαθάκια …   Dictionary of Greek

  • ἀθερηίδα — ἀθερηίς prickly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”